lacération - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lacération - translation to

TYPE OF INJURY WHICH HAPPENS RELATIVELY QUICKLY IN WHICH SKIN IS TORN, CUT, OR PUNCTURED (AN OPEN WOUND), OR WHERE BLUNT FORCE TRAUMA CAUSES A CONTUSION (A CLOSED WOUND)
Open sore; Open Sores; Laceration; Open wound; Wounds; Lacerations; Lacerated; Wounding; Skin sores; Cut (wound); Intracranial laceration; Wound closure; Cut (injury); Wound toilet; Open Wound; Wound closure techniques; Closed wound
  • A surgeon placing a suture
  • date=February 2022}}
  • The patient has a deep wound at the knee, and [[radiography]] is used to ensure there are no hidden [[bone fractures]].

délacer      
unlace
lacer      
lace, tie
lacération      
n. laceration, tear, rough and jagged wound; act of roughly cutting or tearing

Ορισμός

Laceration
·noun A breach or wound made by lacerating.
II. Laceration ·noun The act of Lacerating.

Βικιπαίδεια

Wound

A wound is a rapid onset of injury that involves lacerated or punctured skin (an open wound), or a contusion (a closed wound) from blunt force trauma or compression. In pathology, a wound is an acute injury that damages the epidermis of the skin. To heal a wound, the body undertakes a series of actions collectively known as the wound healing process.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lacération
1. Heureusement pour la victime qui sen est sortie avec une lacération de son veston.